πάγκοινος

πάγκοινος
η , ο[ν]
1) общий; всеобщий; 2) известный всем, общеизвестный (о городе, песне и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πάγκοινος" в других словарях:

  • πάγκοινος — common to all masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγκοινος — η, ο (ΑΜ πάγκοινος, ον) 1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.) 2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος νεοελλ. μτφ. κοινότατος,… …   Dictionary of Greek

  • πάγκοινος — η, ο ο κοινός σε όλους, ο κοινότατος: Η τηλεόραση έγινε πάγκοινη τα τελευταία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγκοίνως — πάγκοινος common to all adverbial πάγκοινος common to all masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγκοινον — πάγκοινος common to all masc/fem acc sg πάγκοινος common to all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοίνοις — πάγκοινος common to all masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοίνου — πάγκοινος common to all masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοίνους — πάγκοινος common to all masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοίνων — πάγκοινος common to all masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκοίνῳ — πάγκοινος common to all masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγκοινα — πάγκοινος common to all neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»